ζυγωτό

ζυγωτό
Κύτταρο που προέρχεται από τη συγχώνευση των γαμετών (ένωση ενός ωαρίου με ένα σπερματοζωάριο ή γενικά ενός θηλυκού με έναν αρσενικό γαμέτη). Ο όρος ζ. καθιερώθηκε από τον Γερμανό βοτανολόγο Ε. Στράσμπουργκερ. Το ζ. σχηματίζεται αμέσως μετά τη γονιμοποίηση και είτε ξεκινάει αμέσως κυτταρικές διαιρέσεις ειδικού τύπου (αυλακώσεις) είτε, όπως σε πολλούς μύκητες, σκεπάζεται με ένα παχύ τοίχωμα και διατηρείται ανενεργό για όσο καιρό οι συνθήκες του περιβάλλοντος είναι δυσμενείς. Σε σχέση με τους γαμέτες, το ζ. έχει τον διπλάσιο αριθμό χρωμοσωμάτων (διπλοειδές) και αποτελεί το αρχικό κύτταρο από το οποίο θα δημιουργηθεί –μέσω συνεχών κυτταρικών διαιρέσεων, διαφοροποίησης και μορφογένεσης– το έμβρυο και στη συνέχεια το ώριμο άτομο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυγωτός — ή, ό (Α ζυγωτός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών αρχ. (για άρματα, άμαξες… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ζυγώτης — ο (βιοχ.) το ζυγωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζυγωτός] …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • πολυεμβρυονία — η, Ν 1. βοτ. ο σχηματισμός περισσότερων τού ενός εμβρύων σε μια σπερματική βλάστη 2. ζωολ. ο σχηματισμός πολλών εμβρύων από ένα μόνο ζυγωτό 3. φρ. α) «γνήσια πολυεμβρυονία» βοτ. πολυεμβρυονία κατά την οποία τα έμβρυα αναπτύσσονται με διαίρεση τού …   Dictionary of Greek

  • ωόσφαιρα — Ο θηλυκός γαμέτης, ο οποίος μετά τη γονιμοποίησή του από τον αρσενικό, παράγει το ζυγωτό. Η ω. παρουσιάζεται συνήθως στα φύκη και στους μύκητες υπό μορφή στρογγυλής πρωτοπλασματικής μάζας, χωρίς μεμβράνη, η οποία σχηματίζεται μέσα στο κύτταρο,… …   Dictionary of Greek

  • δεσμιδιίδες — (desmidiidae).Οικογένεια μονοκυττάρων φυκιών. Είναι πράσινα, μικροσκοπικά και ζουν σε διαυγή και λιμνάζοντα γλυκά νερά. Η μεμβράνη τους αποτελείται από δύο βαλβίδες, από τις οποίες εκκρίνουν συνήθως μια βλεννώδη ουσία. Οι δ. είναι ελεύθερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”